- νομίμης
- νόμιμοςconformable to customfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… … Dictionary of Greek
ακυρότητα — (Νομ.). Η νομική πράξη κατά την οποία λείπει κάποιο νομικό ή πραγματικό στοιχείο, που την κάνει νομικά ανύπαρκτη. Η α. διακρίνεται σε απόλυτη (όταν προτείνεται από καθένα που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον καθενός) και σε σχετική (όταν… … Dictionary of Greek
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η (AM ἀποσιώπησις) 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ. 2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών νεοελλ. το να… … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
απόσυρση — η [αποσύρω] 1. το να αποσύρει κανείς κάτι («απόσυρση μύνησης») 2. «απόσυρση νομίσματος» άρση της νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, κατάργηση 3. «απόσυρση αγροτικών προϊόντων» καταστροφή μέρους της παραγωγής για να μην πέσει η τιμή τους … Dictionary of Greek
αυτοδικία — Αξιόποινο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συνίσταται στην ικανοποίηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο (αυτογνώμονα) μιας αξίωσης σχετικά με δικαίωμα που έχει πραγματικά ή οικειοποιείται με την… … Dictionary of Greek
δράκων — I (680; – 600 π.Χ.). Αθηναίος νομοθέτης. Υπήρξε ο πρώτος δημιουργός του γραπτού πολιτικού και ποινικού κώδικα της πόλης. Η νομοθεσία του Δ. αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της αρχαίας Αθήνας και συνετέλεσε στην πρόοδο προς τη δημοκρατία, ενώ η… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek